Οι ανάγκες της καλλιέργειας, που επεξηγούνται στο παρόν άρθρο, αφορούν κυρίως την όψιμη καλλιέργεια, ωστόσο οι πλείστες καλλιεργητικές φροντίδες εφαρμόζονται ομοίως και στις δύο καλλιέργειες.
Απαιτήσεις σε έδαφος
Το καρπούζι ευδοκιμεί σε βαθιά, μέσης σύστασης εδάφη με καλή αποστράγγιση. Ωστόσο, με σωστή διαχείριση της άρδευσης, η καλλιέργεια μπορεί να αναπτυχθεί και σε ελαφρά (αμμώδη) ή βαριά (αργιλώδη) εδάφη. Στα βαριά εδάφη πρέπει να εξασφαλίζεται καλή αποστράγγιση μεταξύ των αρδεύσεων ώστε η ρίζα να μην εκτίθεται για παρατεταμένο διάστημα σε υψηλή υγρασία η οποία ευνοεί την ανάπτυξη ασθενειών. Στα ελαφρά εδάφη συστήνεται να γίνονται συχνότερες αρδεύσεις με μικρότερες ποσότητες νερού.
Προετοιμασία και εγκατάσταση καλλιέργειας
Πριν τη φύτευση απαιτείται βαθύ όργωμα, όταν το έδαφος είναι στον ρώγο του, ακολουθούμενο από σβάρνιασμα ή φρεζάρισμα. Ένα δεύτερο φρεζάρισμα απαιτείται για την ενσωμάτωση της βασικής λίπανσης και τη δημιουργία των γραμμών φύτευσης. Ακολουθεί η εγκατάσταση του αρδευτικού συστήματος και η εδαφοκάλυψη με πλαστικό επί των γραμμών φύτευσης. Η εγκατάσταση των εμβολιασμένων φυταρίων μπορεί να γίνει υπό χαμηλά πλαστικά τουνέλ τον Φεβρουάριο-Μάρτιο ανάλογα τη περιοχή. Τα εμβολιασμένα φυτά πρέπει να παραγγέλλονται τουλάχιστο 2-2,5 μήνες πριν την προγραμματισμένη ημερομηνία φύτευσης. Οι αποστάσεις φύτευσης για την πρώιμη καλλιέργεια είναι 0,90-1,00 m επί της γραμμής και 2,00-2,50 m μεταξύ των γραμμών φύτευσης, ενώ για την όψιμη καλλιέργεια 1,20-1,30 m επί της γραμμής και 2,50-3,00 m μεταξύ των γραμμών φύτευσης. Συστήνεται όπως εφαρμόζονται κατάλληλα σκευάσματα για αντιμετώπιση της αφίδας (ψώρας), του αλευρώδη και του ωιδίου (στάχτης) πριν τη μεταφύτευση και αμέσως μετά την εγκατάσταση στο χωράφι.
Θρέψη – Λίπανση
Προτού αποφασιστεί το πρόγραμμα λίπανσης συστήνεται όπως γίνει μια λεπτομερής ανάλυση του εδάφους ώστε να προσδιοριστούν επακριβώς οι ανάγκες της καλλιέργειας σε θρέψη. Όταν δεν είναι δυνατό να γίνει χημική ανάλυση, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ιστορικό της γονιμότητας του συγκεκριμένου εδάφους και της περιοχής γενικότερα. Η εμπειρική εφαρμογή λιπασμάτων πολλές φορές οδηγεί σε υπερβολικές δόσεις που αυξάνουν το κόστος παραγωγής και ενδέχεται να επιφέρουν οψίμιση στην παραγωγή λόγω της αυξημένης ζωηρότητας των φυτών.
Στη διαθέσιμη βιβλιογραφία συστήνονται διάφορες συνταγές συνδυασμένης άρδευσης-λίπανσης του καρπουζιού ανάλογα με το στάδιο της καλλιέργειας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για την παραγωγή 8 τόνων ανά στρέμμα απομακρύνονται από το έδαφος 18 μονάδες (kg) Αζώτου (Ν), 11 μονάδες Φωσφόρου (P) και 25 μονάδες Καλίου (Κ). Κατά την ανάπτυξη ιδιαίτερα της πρώιμης καλλιέργειας κρίνεται σκόπιμο να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη χορήγηση μέρους της απαιτούμενης λίπανσης ως βασικής, διότι δεν αρδεύουμε τη καλλιέργεια ακόμα, ώστε η καλλιέργεια να μην στερηθεί θρεπτικά στοιχεία στα πρώτα στάδια ανάπτυξης.
Άρδευση
Η άρδευση της καλλιέργειας καρπουζιού συστήνεται να γίνεται με σταγόνες χαμηλής και σταθερής παροχής σε πυκνή διάταξη (0,30-0,33 m) για εξασφάλιση ομοιόμορφης ανάπτυξης των φυτών διότι, λόγω του σύντομου βιολογικού κύκλου του φυτού, ιδιαίτερα της όψιμης καλλιέργειας (80 ημέρες), και της ευαισθησίας του φυτού στην έλλειψη νερού υπάρχει περιορισμένη δυνατότητα για διόρθωση λαθών. Οι ανάγκες σε νερό και η συχνότητα της άρδευσης εξαρτώνται από το στάδιο ανάπτυξης του φυτού, τον ρυθμό εξατμισο-διαπνοής και τον τύπο του εδάφους. Στα πρώτα στάδια ανάπτυξης μέχρι την άνθιση, οι ανάγκες σε νερό είναι περιορισμένες. Κατά τα στάδια της άνθισης, καρπόδεσης και ανάπτυξης-ωρίμασης του καρπού οι ανάγκες μεγιστοποιούνται. Αυτά τα στάδια θεωρούνται κρίσιμα για την επίτευξη υψηλών αποδόσεων και την παραγωγή ποιοτικών καρπών, ως εκ τούτου είναι πολύ σημαντικό να ικανοποιούνται πλήρως οι υδατικές ανάγκες της καλλιέργειας. Στους μη έμπειρους παραγωγούς συστήνεται όπως ελέγχουν την υδατική κατάσταση της καλλιέργειας επί ημερήσιας βάσης κατά τα κρίσιμα στάδια ανάπτυξης. Σαφής ένδειξη μη ικανοποίησης των αρδευτικών αναγκών της καλλιέργειας είναι η στρέβλωση των καρπών κατά τις πρώτες ημέρες μετά την καρπόδεση. Η χρήση τενσιομέτρων βοηθά στον καθορισμό της συχνότητας και στον έλεγχο του προγράμματος άρδευσης.
Επικονίαση
Οι ποικιλίες καρπουζιού παράγουν δύο τύπους ανθέων, ατελή θηλυκά και αρσενικά άνθη. Κατά την περίοδο της άνθισης τα θηλυκά άνθη έχουν διάρκεια ζωής μία μόνο ημέρα, για αυτό χρειάζεται επαρκής πληθυσμός εντόμων για ικανοποιητική επικονίαση. Μελέτες σε υπαίθριες καλλιέργειες καρπουζιού έχουν καταδείξει ότι επιτυχής καρπόδεση επιτυγχάνεται όταν μια μέλισσα επισκεφθεί ένα άνθος κατά μέσο όρο επτά φορές. Ελλιπής επικονίαση έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή παραμορφωμένων καρπών. Κρίνεται σημαντικό όπως με την έναρξη της άνθισης διενεργείται καθημερινός έλεγχος της δραστηριότητας των εντόμων κατά τις πρωινές ώρες. Σε περίπτωση που αυτή είναι χαμηλή τότε πρέπει να ληφθούν δραστικά μέτρα ώστε να αποφευχθεί οψίμιση ή μείωση της παραγωγής. Τοποθέτηση μίας παραγωγικής κυψέλης ανά τέσσερα στρέμματα θεωρείται ικανοποιητική για τις ανάγκες της καλλιέργειας. Ακόμη και στην παρουσία αυξημένου πληθυσμού εντόμων, η απόρριψη ανθέων στο καρπούζι είναι σύνηθες φαινόμενο.
Ποικιλίες εμβολίων καρπουζιού
Ένας συνήθης τρόπος κατηγοριοποίησης των ποικιλιών καρπουζιού είναι με βάση το μέγεθος του καρπού και περιλαμβάνει τις εξής κατηγορίες: (α) μικρόκαρπες (2-4 kg), (β) μεσόκαρπες (5-8 kg), και (γ) μεγαλόκαρπες (≥9 kg). Ομαδοποίηση των ποικιλιών καρπουζιού μπορεί να γίνει, επίσης, με βάση τον τρόπο παραγωγής του σπόρου από τη σποροπαραγωγική μονάδα: (α) ποικιλίες ανοικτής επικονίασης, (β) διπλοειδή ένσπερμα υβρίδια, και (γ) τριπλοειδή άσπερμα υβρίδια.
Τα πλεονεκτήματα των υβριδίων έναντι των ποικιλιών ανοικτής επικονίασης αφορούν στην ανθεκτικότητα σε ορισμένες ασθένειες και στην αυξημένη απόδοση, και στην ομοιομορφία ανάπτυξης και ωρίμασης των καρπών. Μειονέκτημα των υβριδίων αποτελεί το σημαντικά υψηλότερο κόστος του σπόρου.
Σημειώνεται ότι στις ΗΠΑ τα τριπλοειδή υβρίδια έχουν εκτοπίσει τις υπόλοιπες κατηγορίες ποικιλιών καταλαμβάνοντας το 80% της αγοράς, ενώ κύριο μερίδιο αγοράς κατέχουν, επίσης, στην ευρωπαϊκή αγορά και σε αυτήν του Ισραήλ.
Εχθροί και ασθένειες του καρπουζιού
Κυριότεροι εντομολογικοί εχθροί του καρπουζιού στην Κύπρο είναι οι αφίδες (Aphis spp.), οι οποίες λειτουργούν ως φορείς μετάδοσης καταστροφικών ιογενών ασθενειών, και ο αλευρώδης (Bemisia tabaci και Trialeurodes vaporariorum). Σοβαρά προβλήματα μπορεί να προκαλέσει, επίσης, η προσβολή της καλλιέργειας από τον θρίπα (Thrips tabaci) αλλά και τον τετράνυχο (Tetranychus urticae) εάν δεν τύχουν έγκαιρα κατάλληλης αντιμετώπισης.
Ιδιαίτερα ζημιογόνοι μύκητες που προσβάλλουν την καλλιέργεια, εκτός από το φουζάριο (Fusarium oxysporum f. sp. niveum), μπορεί να είναι το ωίδιο (Sphaerotheca filiginea), και υπό ευνοϊκές συνθήκες η ανθράκνωση (Colletotrichum lagenarium). Επίσης, ένας πολύ σημαντικός μύκητας ενάντια στο καρπούζι είναι ο περονόσπορος (Pseudoperonospora cubensis) και ο βοτρύτης (Βotrytis cinerea).
Ανάμεσα στις ιολογικές ασθένειες, οι κυριότερες όσων μεταδίδονται από αφίδες είναι: ο ιός του μωσαϊκού της καρπουζιάς (Watermelon mosaic virus, WMV), ο ιός της δακτυλιωτής κηλίδωσης της παπάγιας (Papayia ring spot virus, PRSV-W) – παλαιότερα γνωστός ως WMV 1, ο ιός του κίτρινου μωσαϊκού της κολοκυθιάς (Zucchini yellow mosaic virus, ZYMV), και ο ιός του μωσαϊκού της αγγουριάς (Cucumber mosaic virus, CMV).
Σημαντικές απώλειες μπορούν να προκληθούν και από την πράσινη ποικιλοχλώρωση της αγγουριάς που προκαλείται από τον ιό CGMMV ο οποίος μεταδίδεται με μηχανικά μέσα και με τον σπόρο.
Πηγή: agravia.gr